Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Φωτοταξίδι στα Ιωάννινα Μέρος δεύτερο Οι Κυράδες των Ιωαννίνων

Η Κυρα Φροσύνη
Με τη λίμνη Παμβώτιδα των Ιωαννίνων, συνδέεται και μια τραγική ιστορία, από τις πολλές στα χρόνια του Αλή, ο πνιγμός της όμορφης Κυρά-Φροσύνης, της οποίας ο άντρας από πολύ καιρό έλειπε στη Βενετία.

Η Κυρα-Φροσύνη όπως έγινε γνωστή η Ευφροσύνη Βασιλείου (1773 - 11 Ιανουαρίου 1801) συνδέθηκε με την ιστορία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και το τραγικό τέλος της στις 11 Ιανουαρίου του 1801 τραγουδήθηκε σε δημοτικά τραγούδια αλλά έγινε και όπερα, μυθιστόρημα και ταινία. Υπήρξε μητέρα δύο παιδιών και σύζυγος του εμπόρου και προκρίτου των Ιωαννίνων Δημητρίου Βασιλείου -επίσης ανιψιά του μητροπολίτη Λάρισας και μετέπειτα Ιωαννίνων Γαβριήλ Γκάγκα.


Η Φροσύνη φημιζόταν για την ομορφιά της, το γένος της και πιθανά τη μόρφωσή της. Κάποια στιγμή φέρεται να απέκτησε ερωτικό δεσμό με τον πρωτότοκο γιο του Αλή Πασά, τον Μουχτάρ, ηλικίας 32 ετών τότε. Ο έμπορος σύζυγός της έλειπε εκείνη την εποχή στη Βενετία, είτε για καθαρά δικούς του λόγους, είτε πιθανόν για να αποφεύγει τις οικονομικές απαιτήσεις του Αλή Πασά. Πιθανόν να έλειπε και για να αποφεύγει να τοποθετείται στο επίμαχο ζήτημα της ερωτικής σχέσης της γυναίκας του με τον Μουχτάρ.
O Μουχτάρ τότε είχε έναν γιο, τον Χουσεΐν, ηλικίας 5 ετών, όχι όμως από την πρώτη σύζυγό του, κόρη του πασά του Βερατίου Ιμπαήμ, η οποία δεν απέκτησε ποτέ κανένα παιδί μαζί του, αλλά από την δεύτερη σύζυγό του, συγγενή ενός μπέη του Λιμποχόβου. Η Φροσύνη είχε δύο μικρά παιδιά, ένα γιο και μια κόρη. O Αλή Πασάς πάντως δεν είχε ιδιαίτερη εύνοια στο γιο του Μουχτάρ αφού παρέδωσε τον ίδιο του τον εγγονό Χουσεϊν ως όμηρο στους Σουλιώτες. Από την ίδια πηγή (τον Αραβαντινό) γνωρίζουμε επίσης ότι ο Αλή Πασάς καμία εκτίμηση δεν έτρεφε για τους γιους του και τους αποκαλούσε "κότες" είχε δε ερωτικές σχέσεις με την όμορφη σύζυγο του δευτερότοκου γιου του Βελή.
Κατά τις απουσίες του προκρίτου Βασιλείου, η Φροσύνη συναντιόταν ερωτικά με τον φιλήδονο, γλεντζέ και ανέμελο όπως περιγράφεται γιο του Αλή Πασά. Οι περισσότεροι παρουσιάζουν αυτή τη σχέση και ως τη μοναδική αιτία της καταδίκης της Φροσύνης.
Άλλοι θεωρούν ότι η εύπορη νεαρή γυναίκα είχε γενικά ανοιχτό το σπίτι της και δεχόταν πολλές επισκέψεις ανδρών.Την παρουσιάζουν σχεδόν σαν εταίρα με ποικίλους δεσμούς. Αναφέρεται μάλιστα σαν μια πιθανή αιτία της οργής του Αλή Πασά το ότι βρέθηκε μια ερωτική επιστολή της Κυρά Φροσύνης προς ένα γιατρό -κάτι που πάντως δεν επιβεβαιώνεται. Επίσης αυτό το αίτιο δεν θα δικαιολογούσε ότι μαζί της εκτελέστηκαν άλλες 17 γυναίκες.
Τα χρυσοκέντητα πασουμάκια της Κυρα Φροσύνης 
Μία τρίτη θεωρία παρουσιάζει τα ελευθεριάζοντα ερωτικά ήθη της Φροσύνης ως γενικότερο φαινόμενο της οικονομικά ακμάζουσας τότε κοινωνίας των Ιωαννίνων. Πολλές γυναίκες δηλαδη πιθανόν να φέρονταν χαλαρά και με ελευθεριότητα μιμούμενες το αντίστοιχο ρεύμα σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες και ο Αλή Πασάς ήθελε ή δεχόταν πιέσεις να το καταπνίξει και να επαναφέρει την τοπική κοινωνία στο δόκιμο συντηρητισμό της.

Η σύζυγος του Μουχτάρ δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο, αλλά κόρη του Πασά του Βερατίου στον οποίο ο Αλή Πασάς δεν ήθελε να δώσει αφορμές αφού χάρη σε εκείνον ήλεγχε σημαντικό τμήμα της Αλβανίας. Εξάλλου η αδελφή της είχε παντρευτεί τον άλλο γιο του Αλή Πασά και ήταν κι αυτή σύμφωνη στο να εκδηκηθούν τη Φροσύνη και τις γυναίκες με
τις οποίες την απατούσε ο δικός της σύζυγος. Κατά συνέπεια ο πασάς των Ιωαννίνων μπορεί όντως να ένιωσε ασφυκτική πίεση στο ενδεχόμενο και οι δύο νύφες του συγχρόνως να τον βάλουν σε διαμάχες με τον συμπέθερο και πατέρα τους.
Σύμφωνα με πολλές εκδοχές αφορμή του κακού στάθηκε ένα δαχτυλίδι, αλλά είναι πιθανόν να πρόκειται για ρομαντικό μυθιστορηματικό εφεύρημα. Αναφέρεται πάντως ότι η Φροσύνη επηρέαζε τον Μουχτάρ σημαντικά και ίσως αυτή να ήταν και η αιτία του διωγμού της. Ο Μουχτάρ σύμφωνα με τη ρομαντικη εκδοχή, φέρεται να χάρισε στην Κυρά Φροσύνη ένα σμαραγδένιο δαχτυλίδι που του το είχε χαρίσει στο γάμο τους η γυναίκα του ή που το είχε ζητήσει η γυναίκα του και εκείνος είχε αρνηθεί να της το δώσει. Κάποια στιγμή η Κυρά Φροσύνη φανέρωσε αυτό το δαχτυλίδι -άλλοι αναφέρουν ότι πήγε να το πουλήσει επειδή είχε ανάγκη από χρήματα και άλλοι ότι το φόρεσε για να επιδειχτεί. Τότε (στον κοσμηματοπώλη ή στο χέρι της ίδιας στα λουτρά) το είδε η γυναίκα του Μουχτάρ (ή κάποια φίλη της) και μόλις ο σύζυγός της έτυχε να φύγει για μια αποστολή, απευθύνθηκε στον πεθερό της Αλή Πασά και του ζήτησε να κάνει κάτι δραστικό για την Κυρά Φροσύνη. Το ίδιο του ζήτησε και η αδελφή της, που ήταν παντρεμένη με τον δεύτερο γιο του Αλή Πασά και ο οποίος φέρεται να την απατούσε κατά καιρούς με δύο-τρεις παντρεμένες χριστιανές ή μουσουλμάνες.
Υπάρχει και η εκδοχή ότι ο Αλή Πασάς είχε προσωπικό κίνητρο, δηλαδή ήταν ουσιαστικά αντεραστής του γιου του και ενδιαφερόταν ερωτικά για τη Φροσύνη ο ίδιος -κάτι που αναδεικνύει τη Φροσύνη σε γυναίκα που προτίμησε να πεθάνει παρά να προδώσει τον εραστή της. Εντούτοις, αν και μυθιστορηματικά ιδιαίτερα προβεβλημένη, ιστορικά η εκδοχή αυτή είναι η λιγότερο τεκμηριωμένη.
Σοβαρό κίνητρο θεωρείται και η απόφασή του "να πατάξει τη διαφθορά και τις μοιχείες" που ειδικά για τους μουσουλμάνους αποτελούσαν πολύ σοβαρά παραπτώματα και που ως κοινωνικό φαινόμενο του δημιουργούσε τριβές με τους άλλους βεζίρηδες. Την ίδια εποχή εξάλλου αντιμετώπιζε αρκετά προβλήματα με ληστείες και αρπαγές και ίσως δεν ήθελε να φαίνεται αδύναμος ακόμα και στο εσωτερικό της πόλης του για ένα θέμα παρανομίας ή ατιμίας.
Αν πάντως δεν αποφάσισε να κάνει μια μαζική εκκαθάριση προς παραδειγματισμό και το κίνητρό του ήταν απλώς να ικανοποιήσει τις νύφες του, τότε ο μόνος λόγος που έπνιξε 17 γυναίκες και όχι μόνον τη Φροσύνη ήταν για να μη διαρρήξει πλήρως τις σχέσεις με το γιο του Μουχτάρ -κάτι που ασφαλώς θα γινόταν αν η Φροσύνη ήταν το μοναδικό θύμα.

Ο Αλή Πασάς επισκέφθηκε στις 10 Ιανουαρίου τον υπήκοό του Νικόλαο Γιάγκα στο σπίτι του. Έφαγε εκεί σαν να μην συνέβαινε τίποτα και στο τέλος ζήτησε να σερβίρει τον καφέ η σύζυγος του οικοδεσπότη που μέχρι τότε δεν είχε εμφανιστεί (ύποπτη κι αυτή για μοιχεία κατά τη γνώμη του Αλή Πασά). Στη συνέχεια, χωρίς να πει τι ακριβώς ήθελε, της ζήτησε να καλέσει διάφορες γυναίκες στο σπίτι της (δεν ξέρουμε με ποια κριτήρια). Ο ίδιος πήγε με τη φρουρά του στο σπίτι της Ευφροσύνης Βασιλείου και διέταξε να τη συλλάβουν και να την οδηγήσουν στο σπίτι του Γιάγκα. Την ώρα της σύλληψης της Φροσυνης, φέρεται εκείνη να του είπε τρομαγμένη "Δεν ντρέπεσαι να μπαίνεις νύχτα;" και εκεινος να της απάντησε "Μη φοβάσαι μπιρό μου, μόνο ντύσου καλά να μην κρυώσεις" Στη συνέχεια εκείνος αναχώρησε για το κάστρο του. Στο σπίτι του Γιάγκα σταδιακά κατέφθαναν οι γυναίκες που είχε ειδοποιήσει η σύζυγός του. Αργότερα οδηγήθηκαν εκεί άρον-άρον και αρκετές γυναίκες (φερόμενες ως ελευθερίων ηθών) που είχαν συλληφθεί από άνδρες του Αλή Πασά σε διάφορα σημεία της πόλης. Βρέθηκαν να συνωστίζονται όλες μαζί μάλλον έκπληκτες παρά φοβισμένες στη φάση εκείνη, και στη συνέχεια οδηγήθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στα βόρεια της λιμνης.
Μία από τις συλληφθείσες είναι πιθανόν να απελευθερώθηκε γρήγορα, επειδή το ζήτησε ως χάρη από τον Αλή Πασά ο άνδρας της, που όταν ο πασάς τον ρώτησε αν είναι διατεθειμένος να ζει με μια πόρνη εκείνος απάντησε "ναι". Αλλά για τις υπόλοιπες φέρεται να μην ενδιαφέρθηκε κανείς -ούτε η διάσωση πάντως της μίας είναι τεκμηριωμένη αλλά ούτε και η δυνατότητα διάσωσης οιασδήποτε ήταν βέβαιη ακόμα κι αν εμφανίζονταν συγγενείς τους ως ικέτες. Σε εκείνη τη φάση είτε από φόβο είτε επειδή αυτές οι γυναίκες ήταν όντως αντιπαθείς στην κοινωνία, δεν παρουσιάστηκε κανείς να ζητήσει επίσημα την απελευθέρωσή τους. Οι ίδιες οι γυναίκες και οι συγγενείς τους πάντως είναι πιθανόν και να μην περίμεναν ένα τόσο τραγικό τέλος, αφού πιθανότερη εξέλιξη θα ήταν με την πρακτική της εποχής η απλή φυλάκιση ή η εξαγορά της ελευθερίας τους μια που οι περισσότερες ήταν χριστιανές και μια που η κοινωνία των Ιωαννίνων θεωρείτο αρκετά προοδευτική και ανεκτική.
Σχετικά με τη σύλληψη δίνεται και άλλη εκδοχή σύμφωνα με την οποία προτού ο Αλή Πασάς πάει στο σπίτι του Γιάγκα, ζήτησε από τον αστυνομικό διευθυντή να του συντάξει κατάλογο με τις γυναίκες "ελευθερίων ηθών" των Ιωαννίνων (άγνωστο όμως με ποια έννοια νοείτο ο χαρακτηρισμός, αν δηλαδή αφορούσε γυναίκες που εκδίδονταν για χρήματα ή απλώς γυναίκες που είχαν σχέσεις εκτός γάμου). Ο διευθυντής του αυτός, ο Ταχίρ Αμπάζης, του έδωσε μια λιστα και ο Αλή Πασάς φέρεται να επέλεξε 16 ονόματα για να συλληφθούν. Ανάμεσά τους ήταν "τέσσαρες αδελφαί Σελεκοπούλαι ονόματι, ράπτριαι Χριστιαναί και ένδεκα άλλαι, ουκ ολίγαι Οθωμανίδες". Στις 9 Ιανουαρίου έγινε αυτό και την επομένη το βράδυ πήγε στο σπίτι του Νικόλαου Γιάγκα ή Γιάγκο και επακολούθησαν οι συλλήψεις και οι προσαγωγές στην οικία του, οπου προσήχθη και η Φροσύνη. Συνολικά συνελήφθησαν λοιπόν 18 γυναίκες -16 οι προσαχθείσες, μία η οικοδέσποινα και μία η Φροσύνη. Αν απελευθερώθηκε η μία, τότε εκτελέστηκαν 17.

Κάποια στιγμή ανακοινώθηκε στις γυναίκες η μοίρα που τις περίμενε. Επειδή όμως είχε πια σχεδόν χαράξει και σύμφωνα με τα ισλαμικά έθιμα οι γυναίκες μπορούσαν να εκτελεστούν μόνον νύχτα, απέμενε μια ολόκληρη μέρα ελπίδων. Κάποιες εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι όλα αυτά ήταν ακραία και ότι ο Αλή Πασάς τα έκανε από τη φιλαργυρία του για να εκμαιεύσει υψηλότερα λύτρα απελευθέρωσης. Οι φτωχές όμως ήταν ήδη απελπισμένες. Στη διάρκεια της ημέρας η πόλη ήταν αναστατωμένη αλλά δεν γνωρίζουμε αν έγιναν επίσημα διαβήματα προς τον Αλή Πασά ή όχι. Έφτασε η νύχτα και τα παγερά μεσάνυχτα (ήταν και Γενάρης) χωρίς να έρθει η λύτρωση.
Οι γυναίκες οδηγήθηκαν όλες μαζί σε βάρκες και συνειδητοποιησαν τι τις περίμενε στα παγερά νερά της λίμνης. Όντως οι δήμιοι τις έριξαν στο νερό -δεμένες και όχι μέσα σε σακί όπως ήταν η ισλαμική συνήθεια. Μία εκδοχή αναφέρει ότι τις έβαλαν σε σακιά, αλλά η Φροσύνη και η υπηρέτριά της (πιθανόν η ηλικιωμένη τροφός της) πρόλαβαν προτού τις βάλουν στα σακιά να πηδήξουν δεμένες και πνίγηκαν όπως και οι υπόλοιπες. Κάποιες υποτάχθηκαν μοιρολατρικά κάνοντας την προσευχή τους και κάποιες φώναζαν "Βοήθεια". Ένας από τους δήμιους ανέφερε αργότερα ότι είχε δει πολλά βασανιστήρια, αλλά δεν θα ξεχνούσε ποτέ τα πρόσωπα των γυναικών στο νερό και ότι ξυπνούσε πολλές νύχτες ακούγοντας τις κραυγές τους. στους εφιάλτες του. Τα πτώματα εκβράσθηκαν και έγινε η ταφή τους μέσα στη γενική κατακραυγή, αλλά ο Αλή Πασάς ανακοίνωσε ότι κακώς διαμαρτύρονται οι Έλληνες αφού θα τις χάριζε τη ζωή αν εμφανιζόταν εγκαίρως έστω και ένας συγγενής τους. Σύμφωνα με μια εκδοχή ο θείος της Φροσύνης, Μητροπολίτης Γαβριήλ, προσπάθησε με πλούσια δώρα να ζητήσει τη συγχώρεση της Φροσύνης από τον Αλή Πασά, αλλά εκείνος το μόνο που δέχθηκε ήταν να επιτρέψει την προστασία των παιδιών της Φροσύνης από τον ίδιο τον Μητροπολίτη προκειμένου να τύχουν ηθικής ανατροφής.


Άγνωστο για ποιον λόγο, για τις άλλες 17 ή 16 γυναίκες ουδείς έγραψε τίποτε, ενώ η Φροσύνη έγινε σχεδόν πατριωτικός θρύλος. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι περισσότερες ήταν πράγματι ελευθερίων ηθών, κάτι που πάντως ακόμα κι αν ευσταθούσε δεν θα αιτιολογούσε την κοινωνική αδιαφορία για την τραγική τιμωρία τους -ανάμεσά τους εξάλλου ήταν και η υπηρέτρια της Φροσύνης που πήγε μαζί της μόνον για συμπαράσταση ή η σύζυγος του Νικολάου Γιάγκου που είναι ιδιαίτερα αμφίβολο ότι τον απατούσε και οι τέσσερεις ράφτες αδελφές που δεν φαίνεται πιθανό να εκπορνεύονταν όλες μαζί και συνάμα να δούλευαν σε ραφτάδικο. Επιπλέον, ακόμα και όσες από τις εκτελεσθείσες ήταν μοιχαλίδες, είχαν γονείς ή παιδιά ή αδέλφια -η σιωπή γύρω από αυτές ίσως δείχνει μάλλον τον τρόμο για τον Αλή Πασά παρά τον άκρατο συντηρητισμό της κοινωνίας.
Η Φροσύνη πιθανόν απόλαυσε τιμητικών διακρίσεων επειδή ήταν συγγενής ιερέα ή επειδή την πήρε η πέννα του Ραγκαβή και του Βαλαωρίτη που την παρουσίασαν ως ένα άτομο που προέβαλε ηρωική αντίσταση -ότι θα μπορούσε δηλαδή να είχε γλιτώσει αν είχε ενδώσει στις πιέσεις του Αλή Πασά
Η Φροσύνη θάφτηκε στο Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων και η τοπική Μητρόπολη έσπευσε με επικήδειες τιμές να αναγορεύσει τα λείψανα όλων των γυναικών σε "καλλιμάρτυρες". Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ίσως την προσπάθεια που κατέβαλε ο τότε Μητροπολίτης προκειμένου οι γυναίκες αυτές και προ πάντων η Φροσύνη να θεωρηθούν θύματα του τυράννου και όχι κατάδικοι ηθικής παρανομίας και να τύχουν συμπάθειας από το λαό.
Σημειώνεται πως, αργότερα, επί των πρώτων κυβερνήσεων του υπό ανάδειξη ελληνικού κράτους, ο Μητροπολίτης Γαβριήλ προσπάθησε να αναδείξει τη Φροσύνη και ως ηρωίδα της Επανάστασης.










Κυρά Βασιλική 


Γεννήθηκε στο χωριό Πλισιβίτσα (το σημερινό Πλαίσιο) των Φιλιατών το 1789 (ή 1793) και πέθανε στο Αιτωλικό το1834. Ήταν κόρη του προκρίτου της κωμόπολης Πλισιβίτσας Κίτσου Κονταξή και αδελφή του οπλαρχηγού Γεωργίου Κίτσου και των Νικολάου και Ιωάννη Κονταξή.
Γύρω στα 1805 συνελήφθη από άντρες του Αλή πασά, που είχε διατάξει λεηλασία της περιοχής Πλισιβίτσας και σφαγή των κατοίκων με την κατηγορία πως υπέθαλψαν κάποιους κιβδηλοποιούς, και του παραδόθηκε στα Ιωάννινα, όπου η Βασιλική (σε ηλικία περίπου 12 ετών!) κατάφερε να μαλάξει την σκληρότητα του Αλή και να σταματήσει τη σφαγή. Σαγηνευμένος ο Αλής από την ευφυΐα και την ομορφιά της[1] τη νυμφεύτηκε (1808), παρότι ήταν νυμφευμένος με την Εμινέ, η οποία αντέδρασε, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ζούσε στο παλάτι του Αλή, κρατώντας τη χριστιανική της πίστη, μετατρέποντας μάλιστα και ένα από τα δωμάτιά της σε εκκλησία, όπου καλούσε ιερέα και λειτουργούσε. Ασκούσε μεγάλη επίδραση στον Αλή υπέρ των Ελλήνων και ίσως γνώριζε και για το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας.

Συμπαραστάθηκε στον Αλή κατά την πολιορκία του από τα σουλτανικά στρατεύματα και κατέφυγε μαζί του (Δεκέμβριος 1821) στο νησάκι της Παμβώτιδας, στη μονή του Αγίου Παντελεήμονα. Τον Ιανουάριο του 1822, μετά τη δολοφονία του Αλή, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου απελευθερώθηκε με τη μεσολάβηση του Πατριάρχη Άνθιμου του Γ΄ και παρέμεινε στο Πατριαρχείο για έξι χρόνια.
η αυθεντική φορεσιά της Κυρά Βασιλικής 

Μετά την ήττα του στόλου Τούρκων και Αιγυπτίων στη ναυμαχία του Ναυαρίνου η Υψηλή Πύλη πήρε αυστηρά μέτρα και συνέλαβε την Κυρα-Βασιλική και όλους τους άλλους που είχαν μεταφερθεί μαζί της στην Κωνσταντινούπολη και τους εξόρισε στην Προύσα ως υπόπτους, αλλά τον Οκτώβριο του 1829 της δόθηκε η άδεια να επιστρέψει στην Ελλάδα, όπου παρέμεινε για λίγο (1830) στο ιδιόκτητο κτήμα της, στο χωριό Βοϊβόντα (σημερινή Βασιλική του Δήμου Καλαμπάκας), που της ανήκε ως τσιφλίκι (μαζί με τα χωριά Σαρακήνα Καλαμπάκας και Μεταμόρφωση Καρδίτσας) και που προς τιμή της ονομάσθηκε Βασιλική. Εκεί με έξοδά της είχε ανεγείρει ναό του Αγίου Νικολάου (1818).




6ο Δημοτικό Σχολείο Ιωαννίνων
Ο Ιωάννης Κωλέττης
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ
el.wikipedia.org
Φωτογραφίες 
Λένα Χωραΐτου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες