Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

Σταν Λορέλ: Ο πιο αξιαγάπητος «λιγνός» έφυγε σαν σήμερα στις 23 Φεβρουαρίου του 1965.

 Ο ρόλος του στο κωμικό δίδυμο "χονδρός και λιγνός" αγαπήθηκε όσο λίγοι από το κοινό. Ο Στάν Λόρελ έφυγε σαν σήμερα στις 23 Φεβρουαρίου του 1965.



Το χιούμορ του δεν τον εγκατέλειψε ούτε στιγμή, μέχρι που έκλεισε τα μάτια του εκείνο το Φλεβάρη του 1965. Ο Άρθουρ Στάνλεϊ Τζέφερσον, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Σταν Λόρελ, γεννήθηκε το 1890 στο Άλβερστον της Αγγλίας. Στο αίμα του κυλούσε η μαγεία της υποκριτικής, αφού ο πατέρας και η μητέρα του ήταν ηθοποιοί. Από μικρό του μπόλιασαν την αγάπη για το θέατρο και μάλιστα μιμόταν τους κλόουν.

Ο πατέρας του, Άρθουρ Τζέφερσον, ήταν ιμπρεσάριος, ηθοποιός και συγγραφέας, η μητέρα του, Μαντζ, ήταν ηθοποιός και ο αδελφός του αναμείχθηκε με την θεατρική επιχείρηση του πατέρα. O Στάν έπαιξε στο μιούζικ χολ και το 1910 συνεργάστηκε με τον περίφημο θίασο ποικιλιών του Φρεντ Κάρνο, όπου αντικατέστησε τον Τσάρλι Τσάπλιν σε μία περιοδεία στην Αμερική, όπως αναφέρει η wikipedia.


Για κάποιο διάστημα μάλιστα συγκατοίκησαν οι δύο κωμικοί. Ο Τσάπλιν, γνωστός για τον ανταγωνισμό και τη μισαλλοδοξία του, δεν ανέφερε ποτέ τον Σταν. Ο Σταν, αντιθέτως, ποτέ δεν είπε κακιά κουβέντα γι’ αυτόν: «Ο Τσάρλι ήταν, είναι και θα είναι πάντα ο μεγαλύτερος κωμικός στον κόσμο», δήλωσε κάποτε. Γύρω στα 1916 εγκατέλειψε το επώνυμο Τζέφερσον επιλέγοντας το Λόρελ για ένα βασικό λόγο: το Σταν Τζέφερσον περιείχε 13 γράμματα και, όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες, ήταν κι εκείνος προληπτικός. Άρχισε να γυρίζει (με τη Universal) πολλές μικρού μήκους ταινίες υποδυόμενος έναν χαρακτήρα που ονομαζόταν Χίκορι Χίραμ και ήταν κουτός χωρικός.



Πριν γνωρίσει τον Όλιβερ Χάρντι, είχε πρωταγωνιστήσει μόνος του σε περισσότερες από 50 ταινίες. Το δίδυμο δημιουργήθηκε από τον παραγωγό Χολ Ρόουτς, πνευματικό πατέρα -μαζί με τον σκηνοθέτη Λίο Μακ Κάρεϊ- του Χοντρού και του Λιγνού, του δημοφιλέστερου κωμικού ντουέτου όλων των εποχών. Πρωτοσυναντήθηκαν στην οθόνη στο The Lucky Dog (1921) και έπαιξαν μαζί και σε άλλες ταινίες, όπως στο Duck Soup (1927), αλλά ως πραγματικό ντουέτο εμφανίστηκαν στο Φορώντας παντελόνια στον Φίλιπ (Putting Pants on Philip, 1927), όπου ο Σταν υποδύεται έναν νεαρό Σκωτσέζο που έρχεται στην Αμερική στον θείο του Όλι.

Το 1927 ο Χοντρός και ο Λιγνός γύρισαν 13 ταινίες και το 1928 11 και ως το 1932 εμφανίζονταν σε μικρού μήκους και, ως επί το πλείστον, βουβές. Μεταξύ αυτών οι: Η μάχη του αιώνα, Μουσικοί για κλάματα, Μια τέλεια μέρα (1929), Ο Χοντρός και ο Λιγνός φορτοεκφορτωτές (The Music Box, 1932), που απέσπασε ένα από τα Όσκαρ για μικρού μήκους ταινία εκείνης της χρονιάς, κ.α. Μετά το 1932 άρχισαν την παραγωγή μεγάλου μήκους και ομιλουσών, ανάμεσα στις οποίες ορισμένες από τις πιο απολαυστικές: Ο Χοντρός και ο Λιγνός πάνε στον πόλεμο, Τα παιδιά της ερήμου, Δυο εύθυμοι Σκωτσέζοι, Ο Χοντρός και ο Λιγνός καουμπόηδες, Οι δύο βλάκες, Βάρδα Φουρνέλο, Τα κούτσουρα της Οξφόρδης, κ.α.



Περισσότερες από 100 ταινίες γύρισαν ως ζευγάρι. Το δημιουργικό πνεύμα της δυάδας ήταν ο Λόρελ, ο οποίος, αν και δεν χρίστηκε ποτέ σκηνοθέτης ή σεναριογράφος, έπαιζε κύριο ρόλο σε όλα τα στάδια της παραγωγής. Ο Λόρελ και ο Χάρντι είχαν μία επαγγελματική φιλοδοξία και μόνο: ήθελαν να κάνουν τους ανθρώπους να γελούν. Δεν έτρεφαν αυταπάτες για τους εαυτούς τους.

Οι μέθοδοι και η τεχνική τους είχαν πολλά στοιχεία από τους κλόουν, το χιούμορ της μία αλληλοδιαδοχή από γκαγκ, τα αστεία τους έκαναν τα παιδιά να ξεκαρδίζονται γιατί αναγνώριζαν στα πρόσωπα των δύο κωμικών τη δική τους αδεξιότητα και αθωότητα. Ανάμεσα στον Σταν (Λόρελ) και τον Όλι (Χάρντι) ο πρώτος ήταν ο πιο κουτός. Ανήγγελλε στον Όλι από το τηλέφωνο ότι τον δάγκωσε σκύλος και όταν εκείνος τον ρωτούσε σε ποιο σημείο, τότε ο Σταν τοποθετούσε το ακουστικό ακριβώς πάνω από την πληγή σαν ο συνομιλητής του να ήταν σε θέση να δει μέσα από τη γραμμή. Κατά μία άλλη εκδοχή ο Όλι ήταν πιο κουτός γιατί θεωρούσε τον εαυτό του έξυπνο. Και όπως έλεγε και ο ίδιος: «Δεν υπάρχει πιο βλάκας από τον βλάκα που νομίζει ότι είναι έξυπνος».

Όταν ο Όλι κοιτούσε επιτιμητικά τον Σταν, εκείνος έξυνε αμήχανα το κεφάλι του σουφρώνοντας το πρόσωπό του. Το κλάμα του κοκορόμυαλου τρομοκρατημένου γκαφατζή έγινε σήμα κατατεθέν της αμερικανικής κωμωδίας.

Για τον Σταν η κωμωδία ήταν η ζωή του και συνέχιζε να εργάζεται και μετά το τέλος του γυρίσματος, ενώ ο Χάρντι έσπευδε να ασχοληθεί με το αγαπημένο του χόμπι: το γκολφ. Οι κωμωδίες τους απλές σε δράση, γίνονταν απολαυστικές από τις συνεχείς ανατροπές των καταστάσεων, τα εναλλασσόμενα γκαγκ. Ήρωες μικροαστικής προέλευσης, ήθελαν να γίνουν κοινωνικά σεβαστοί αλλά και αρεστοί.

Φορούσαν αξιοπρεπή κοστούμια, σκληρά καπέλα και απευθύονταν ο ένας στον άλλον με την προσφώνηση μίστερ. Αποκτούσαν μία καθωσπρέπει απασχόληση ως μεταφορείς πιάνων ή πωλητές χριστουγεννιάτικων δέντρων κι αν στο τέλος τα έκαναν θάλασσα, αυτό δεν έβλαπτε παρά τους ίδιους.

Άτολμοι και γκαφαδόροι παρά το σοβαροφανές ύφος τους, βυθίζονταν μεγαλοπρεπώς σε λακκούβες, έβαφαν καλοσχηματισμένα οπίσθια ανύποπτων κυριών, προσπαθούσαν, με απόγνωση, να απαλλαγούν από μία κατσίκα και κατόρθωσαν να ανεβάσουν ένα άλογο πάνω σε ένα πιάνο. Για τον τουρτοπόλεμο, ο συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ παρατήρησε: «Ήταν το βασίλειο και η αποθέωση της τούρτας. Δεν υπήρχαν παρά τούρτες, χιλιάδες τούρτες». Η άποψη του Σταν ήταν: «Αν πρόκειται να γυρίσουμε μια ταινία με τουρτοπόλεμο, ας χρησιμοποιήσουμε τόσο πολλές τούρτες ώστε να μη μείνει χώρος για παρόμοια ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου!».

Ο Χοντρός και ο Λιγνός, το διασημότερο δίδυμο στην ιστορία του κινηματογράφου, έπαψε ουσιαστικά να υπάρχει πριν από τον κλινικό θάνατο του ζεύγους. Την τελευταία τους ταινία τη γύρισαν στη Γαλλία το 1950 (Οι Νέοι Ροβινσώνες). Οι βασιλιάδες του γέλιου ήταν ήδη εξασθενημένοι και κουρασμένοι. Αλλά από τη στιγμή που συναντήθηκαν, τέλη του 1920, ως τη χρονιά που ο Όλιβερ Χάρντι πέθανε παρέμειναν στενά συνδεδεμένοι όχι μόνο γιατί το ντουέτο τους πωλούσε αλλά γιατί ήταν και καλοί φίλοι: «Ο Όλι ήταν σαν αδελφός μου.

Νιώθαμε ο ένας τον άλλον, αν και δεν κάναμε συχνά παρέα έξω από τα πλατό. Η ζωή του έξω από το στούντιο ήταν αφιερωμένη στα σπορ και κυρίως στο γκολφ, που λάτρευε. Η δική μου ζωή, ήταν δουλειά και τίποτα άλλο. Μου άρεσε να παρακολουθώ την ταινία σε όλα τα στάδια της παραγωγής. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν μαλώσαμε ποτέ».

Στις 23 Φεβρουαρίου του 1965, ύστερα από αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια, έγινε σαφές ότι ο Σταν δεν θα μπορούσε να αναλάβει. Από το κρεβάτι του νοσοκομείου ψιθύρισε στη νοσοκόμα: «Θα προτιμούσα να κάνω σκι από το να βρίσκομαι εδώ!». «Κάνετε σκι, κύριε Λόρελ», ρώτησε η νοσοκόμα. «Όχι», απάντησε. «Αλλά θα προτιμούσα το σκι από αυτό που κάνω τώρα». Λίγα λεπτά αργότερα έκλεισε τα μάτια του για πάντα. Δύο αστεροειδείς, οι 2865 και 2866 ονομάστηκαν «Λόρελ» και «Χάρντι» στη μνήμη των Σταν Λόρελ και Όλιβερ Χάρντι.

Οι έρωτες του Λόρελ

Από το 1918 μέχρι το τέλος της ζωής του το 1965, ο Λόρελ δεν βρέθηκε ποτέ χωρίς σύντροφο. Η πρώτη του ήταν η Μάε Ντάλμπεργκ την οποία όμως δεν συμπαθούσε κανείς από τους συνεργάτες του. Η ίδια ήταν ηθοποιός ενώ είχε παίξει μαζί με τον Στάν. Το 1924 ήταν μια σημαδιακή χρονιά για τον Στάν. Εκείνη την περίοδο θα εμφανιζόταν στον κινηματογράφο έχοντας μια συνεργασία με τον παραγωγό Τζο Ρόκ, αλλά στο συμβόλαιό του υπήρχε ο απαράβατος όρος να μην εμφανιστει η Μάε στις ταινίες.


Πανέξυπνος ο παραγωγός δεν έμεινε μονάχα στον όρο του συμβολαίου. Πλησίασε την Μάε, χωρίς να το γνωρίζει ο Σταν, της προσέφερε χρήματα μαζί με ένα εισιτήριο για την Αυστραλία χωρίς επιστροφή! Τα χρήματα ήταν αρκετά καλά για την εποχή. Η θεατρίνα Μάε τα αποδέχτηκε και με αυτό τον τρόπο εξαφανίστηκε από τη ζωή του Στάν. Ο Λόρελ δεν έμεινε για πολύ στα «πατώματα» εξαιτίας του χωρισμού και το 1926 προχωρά σε γάμο με τη δεύτερη συζυγό του Λόις Νίλσον. Το 1929 όμως είναι η χρονιά που σημαδεύει βαθιά τον ηθοποιό. Το μωρό που έφερε στη ζωή πρόωρα η σύζυγός του πεθαίνει 9 ημέρες μετά. Ήταν ένα κοριτσάκι.

Το δυνατό χτύπημα της μοίρας ήταν τέτοιο που κλόνισε τον γάμο του Στάν. Τον Οκτώβριο του 1933 πήρε διαζύγιο, την ώρα που είχε ήδη βρει την αντικαταστάτρια της Λόις που άκουγε στο όνομα Ρουθ Ρότζερς. Τον Απρίλιο του 1934 ο «Λιγνός» παντρεύεται για τρίτη φορά. Η σχέση του Λόρελ και της Ρουθ είχε φοβερά «σκαμπανεβάσματα», όπως αναφέρει η mixanitouxronou. gr. Χώρισαν για πρώτη φορά το 1935. Το 1938 ο Λόρελ παντρεύτηκε την τέταρτη σύζυγό του, Βέρα Σουβάλοβα. Η Ρουθ εμφανίστηκε στο ξενοδοχείο που περνούσαν το μήνα του μέλιτος και έκανε σκηνή, επειδή πίστευε ότι το διαζύγιό της με τον Λόρελ δεν είχε οριστικοποιηθεί.
Ο Λόρελ την ηρέμησε και της εξήγησε ότι ο γάμος του με τη Σουβάλοβα ήταν απολύτως νόμιμος. Όπως όλες οι σύζυγοί του, η Βέρα ήταν οξύθυμη και φωνακλού και ο Λόρελ πήρε ακόμα μία φορά διαζύγιο, το 1940. Φαίνεται ότι το πάθημα του δεν έγινε μάθημα. Τον Ιανουάριο του 1941 ξαναπαντρεύτηκε τη Ρουθ. Τον Μάιο του ίδιου χρόνου ζούσαν χωριστά. Τα ξαναβρήκαν και έμειναν μαζί έως το 1943, όταν η Ρουθ έκανε αίτηση διαζυγίου, αλλά την απέσυρε. Τελικά, το 1945, το ζευγάρι χώρισε οριστικά. Το 1946, ο Λόρελ ακολούθησε τον γνωστό δρόμο προς την εκκλησία. Αυτή τη φορά με τη Ρωσίδα τραγουδίστρια Ίντα Ραφαέλ. «Δεν έχει άλλα διαζύγια για τον Σταν», δήλωσε η Ίντα την ημέρα του γάμου τους. Η πρόβλεψη της επαληθεύτηκε. Η Ίντα έμεινε στο πλευρό του ηθοποιού μέχρι το τέλος της ζωής του. Ήταν η μοναδική απ’ τις πέντε γυναίκες του που δεν υπέγραψε χαρτιά διαζυγίου.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες