Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Διονύσιος Σολωμός Σαν Σήμερα έφυγε απο τη ζωή


Ο Διονύσιος Σολωμός  γεννήθηκε 8 Απριλίου 1798  Έλληνας ποιητής, περισσότερο γνωστός για τη συγγραφή του ποιήματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», οι πρώτες δύο στροφές του οποίου έγιναν ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας και ύστερα της Κύπρου. Κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής, ο Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε και θεωρείται ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων, όχι μόνο γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και γιατί αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε τον δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία.
Γονείς του ήταν ο κόντες Νικόλαος Σολωμός και η υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη. Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια Κρητικών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο το 1670, μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1669 από τους Οθωμανούς. Το οικογενειακό τους όνομα στα ιταλικά παραδίδεται με διάφορες μορφές: Salamon, Salomon, Solomon, Salomone. Η καταγωγή της μητέρας του είναι πιθανό να ήταν από τη Μάνη.
Ο κόντες Νικόλαος Σολωμός χήρεψε το 1802 από τη νόμιμη σύζυγό του, Μαρνέττα Κάκνη, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Ρομπέρτο και την Έλενα. Από το 1796 όμως είχε δεσμό με την υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη, με την οποία απέκτησε εκτός από τον Διονύσιο άλλον έναν γιο, τον Δημήτριο, μετέπειτα πρόεδρο της Ιονίου Βουλής, το 1801. Το ζευγάρι παντρεύτηκε μόλις την προπαραμονή του θανάτου του (27 Φεβρουαρίου 1807) και τα παιδιά τους απέκτησαν τα δικαιώματα των νόμιμων τέκνων.
Ο ποιητής πέρασε τα παιδικά του χρόνια ως το 1808 στο πατρικό του σπίτι στη Ζάκυνθο, υπό την επίβλεψη του δασκάλου του, αβά Σάντο Ρόσι, Ιταλού πρόσφυγα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε την κηδεμονία του ο κόντες Διονύσιος Μεσσαλάς, ενώ η μητέρα του παντρεύτηκε στις 15 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς τον Μανόλη Λεονταράκη. Την επόμενη χρονιά ο Μεσσαλάς έστειλε τον μικρό Διονύσιο στην Ιταλία για σπουδές, σύμφωνα με τη συνήθεια των ευγενών των Επτανήσων, αλλά ενδεχομένως και λόγω του γάμου της Αγγελικής Νίκλη.
Ο Σολωμός επέστρεψε στη Ζάκυνθο το 1818, μετά το τέλος των σπουδών του. Στη Ζάκυνθο υπήρχε αξιόλογη πνευματική κίνηση ήδη από τον 18ο αιώνα. Γι' αυτό ο Σολωμός βρήκε έναν κύκλο από ανθρώπους με ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, με τους οποίους γρήγορα ανέπτυξε φιλικές σχέσεις. Συγκεντρώνονταν συχνά σε φιλικά σπίτια και διασκέδαζαν με αυτοσχέδια ποιήματα. Συχνά σατίριζαν στα ποιήματά τους έναν Ζακυνθινό γιατρό, τον Ροΐδη (τα ποιήματα του Σολωμού που σατιρίζουν τον γιατρό είναι Το ΙατροσυμβούλιοΗ Πρωτοχρονιά και οι Κρεμάλες). Επίσης, αυτοσχεδίαζαν ποιήματα σε δοσμένες ομοιοκαταληξίες και θέμα. Όπως ήταν φυσικό, ο Σολωμός ξεχώριζε εξ αιτίας του ποιητικού ταλέντου του. 
Παράλληλα με τα ιταλικά ποιήματα, ο Σολωμός έκανε και τις πρώτες απόπειρες να γράψει στα Ελληνικά. Σημαντική για τη στροφή του προς τη συγγραφή στα ελληνικά θεωρείται η συνάντησή του το 1822 με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ο Τρικούπης επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο το 1822 ως προσκεκλημένος του λόρδου Γκίλφορντ. Η φήμη του Σολωμού στο νησί ήταν ήδη μεγάλη και ο Τρικούπης θέλησε να τον γνωρίσει. Στη δεύτερη συνάντησή τους ο Σολωμός τού διάβασε το ιταλικό Ωδή για την πρώτη λειτουργία και ο Τρικούπης τού είπε «Η ποιητική σας ιδιοφυΐα σάς επιφυλάσσει μια διαλεχτή θέση στον ιταλικό Παρνασσό. Αλλά οι πρώτες θέσεις εκεί είναι πιασμένες. Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη τον Δάντη του». Ο Σολωμός τού εξήγησε ότι δεν γνώριζε καλά τα ελληνικά και ο Τρικούπης τον βοήθησε στη μελέτη των ποιημάτων του Χριστόπουλου.
Ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην ελληνόγλωσση δημιουργία του Σολωμού ήταν ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1823, ποίημα εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Το ποίημα δημοσιεύθηκε και στην Ελλάδα (το 1824 στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι) και στην Ευρώπη (1825 στο Παρίσι, σε γαλλική μετάφραση, αργότερα και σε άλλες γλώσσες) και η φήμη του ποιητή εξαπλώθηκε πέρα από τα στενά όρια του νησιού του. Σε αυτό το έργο εξ άλλου οφείλεται και η εκτίμηση που απολάμβανε ο Σολωμός μέχρι τον θάνατό του, αφού τα υπόλοιπα έργα του ήταν γνωστά μόνο στον στενό κύκλο των θαυμαστών και «μαθητών» του. 
Το 1828, μετά από προστριβές και οικονομικές διαφορές με τον αδελφό του Δημήτριο για κληρονομικά ζητήματα, ο Σολωμός μετακόμισε στην Κέρκυρα, σημαντικό πνευματικό κέντρο των Επτανήσων εκείνη την εποχή. Αιτία της αναχώρησής δεν ήταν όμως μόνο τα οικογενειακά προβλήματα· ο Σολωμός σχεδίαζε ήδη από το 1825 να ταξιδέψει στο νησί. Η Κέρκυρα θα του προσέφερε όχι μόνο ένα περιβάλλον πνευματικότερο, αλλά και την απομόνωση που ταίριαζε στον μονήρη και ιδιότροπο χαρακτήρα του και η οποία ήταν απαραίτητη για τη μελέτη και την ενασχόλησή του με την ποίηση, σύμφωνα και με τις υψηλές αντιλήψεις που είχε για την Τέχνη.
Την περίοδο 1833-1838, και ενώ οι σχέσεις με τον αδελφό του είχαν αποκατασταθεί, η ζωή του συνταράχθηκε από μια σειρά δίκες, με τις οποίες ο ετεροθαλής αδελφός του (από την πλευρά της μητέρας του) Ιωάννης Λεονταράκης διεκδικούσε τμήμα της πατρικής περιουσίας, με το επιχείρημα ότι ήταν και αυτός τέκνο του κόντε Νικόλαου Σολωμού, αφού η μητέρα του ήταν έγκυος πριν από το θάνατό του. Παρόλο που η κατάληξη της περιπέτειας ήταν ευνοϊκή για αυτόν και τον αδελφό του, η δικαστική διαμάχη οδήγησε σε αποξένωση του Σολωμού από τη μητέρα του (πληγώθηκε πολύ από τη στάση της, κυρίως επειδή την υπεραγαπούσε) και στην απόσυρσή του από τη δημοσιότητα.
Παρόλο που η δίκη επηρέασε πολύ τον ψυχισμό του ποιητή, δε στάθηκε ικανή να αναστείλει την ποιητική του δημιουργία. Το 1833 ξεκίνησε η ωριμότερη περίοδος της ποιητικής δημιουργίας του Σολωμού, αποτέλεσμα της οποίας ήταν τα (ανολοκλήρωτα) ποιήματα Ο Κρητικός (1833), Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (έως το 1845), Ο Πόρφυρας (1847), τα οποία αναγνωρίζονται ως τα καλύτερα έργα του. Παράλληλα σχεδίαζε και άλλα έργα, τα οποία όμως έμειναν είτε στο στάδιο των σχεδιασμάτων, είτε σε πολύ αποσπασματική μορφή, όπως τα Νικηφόρος ΒρυέννιοςΕις το θάνατο Αιμιλίας ΡοδόσταμοΕις Φραγκίσκα ΦραίζερCarmen Seculare.
Ο Σολωμός μετά το 1847 άρχισε να ξαναγράφει στα Ιταλικά. Τα έργα της περιόδου είναι ημιτελή ποιήματα και πεζά σχεδιάσματα και κάποια από αυτά ίσως σχεδίαζε να μεταφέρει στα Ελληνικά. Το 1851 εμφανίστηκαν και σοβαρά προβλήματα υγείας και ο χαρακτήρας του έγινε ακόμα πιο ιδιόρρυθμος. Αποκόπηκε από φιλικά του πρόσωπα, όπως τον Πολυλά (οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν το 1854) και μετά και την τρίτη εγκεφαλική συμφόρηση που έπαθε το1856 δεν έβγαινε πλέον από το σπίτι. Πέθανε τελικά στις 9 Φεβρουάριο του 1857. Ήταν τόσο γενική και στέρεη η φήμη του, ώστε όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του, όλος ο λαός πένθησε. Το θέατρο της Κέρκυρας έκλεισε, η Ιόνιος Βουλή σταμάτησε τις εργασίες της και αποφάσισε να κηρυχθεί πένθος για τον ποιητή. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο το 1865.


Ο τάφος του Διονύσιου Σολωμού στη Ζάκυνθο.


Πηγή el.wikipedia.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες